επίμεμπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίμεμπτος < ελληνιστική κοινή ἐπίμεμπτος < ἐπί + αρχαία ελληνική μεμπτός < μέμφομαι
Επίθετο επεξεργασία
επίμεμπτος
- (λόγιο) που τον κατηγορούμε ή είναι δυνατόν να τον κατηγορήσουμε / μεμφθούμε
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μέμφομαι
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίμεμπτος