Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεμπτός η μεμπτή το μεμπτό
      γενική του μεμπτού της μεμπτής του μεμπτού
    αιτιατική τον μεμπτό τη μεμπτή το μεμπτό
     κλητική μεμπτέ μεμπτή μεμπτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεμπτοί οι μεμπτές τα μεμπτά
      γενική των μεμπτών των μεμπτών των μεμπτών
    αιτιατική τους μεμπτούς τις μεμπτές τα μεμπτά
     κλητική μεμπτοί μεμπτές μεμπτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεμπτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεμπτός < μέμφομαι + κατάληξη ρηματικού επιθέτου -τός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /memˈptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεμ‐πτός

  Επίθετο επεξεργασία

μεμπτός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μεμπτός μεμπτή τὸ μεμπτόν
      γενική τοῦ μεμπτοῦ τῆς μεμπτῆς τοῦ μεμπτοῦ
      δοτική τῷ μεμπτ τῇ μεμπτ τῷ μεμπτ
    αιτιατική τὸν μεμπτόν τὴν μεμπτήν τὸ μεμπτόν
     κλητική ! μεμπτέ μεμπτή μεμπτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μεμπτοί αἱ μεμπταί τὰ μεμπτᾰ́
      γενική τῶν μεμπτῶν τῶν μεμπτῶν τῶν μεμπτῶν
      δοτική τοῖς μεμπτοῖς ταῖς μεμπταῖς τοῖς μεμπτοῖς
    αιτιατική τοὺς μεμπτούς τὰς μεμπτᾱ́ς τὰ μεμπτᾰ́
     κλητική ! μεμπτοί μεμπταί μεμπτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μεμπτώ τὼ μεμπτᾱ́ τὼ μεμπτώ
      γεν-δοτ τοῖν μεμπτοῖν τοῖν μεμπταῖν τοῖν μεμπτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεμπτός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

μεμπτός, -ή, -όν

  Πηγές επεξεργασία