↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επένθεση οι επενθέσεις
      γενική της επένθεσης* των επενθέσεων
    αιτιατική την επένθεση τις επενθέσεις
     κλητική επένθεση επενθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επενθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επένθεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπένθε(σις) + -ση < θέμα που συναντάμε στο ἐπεντίθημι (παρεμβάλλω).[1] Κατά τον Ευάγγελο Πετρούνια,[2] λόγιο αντιδάνειο: < (λόγιο δάνειο) γαλλική épenthèse < υστερολατινική epenthesis < ελληνιστική κοινή ἐπένθεσις (εισαγωγή γράμματος).

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈpen.θe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πέν‐θε‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επένθεση θηλυκό

  1. παρεμβολή ενός πράγματος μεταξύ άλλων
  2. (γλωσσολογία) η ανάπτυξη φωνήματος χωρίς ετυμολογική προέλευση μέσα σε μιά λέξη ή ομάδα φωνημάτων
    παραδειγμα Στα αρχαία ελληνικά, η μετατόπιση του ημίφωνου j υπό ορισμένες συνθήκες (ανάμεσα στα φωνήεντα α ή ο προηγούμενης συλλαβής όταν ακολουθούν τα σύμφωνα μ ή ρ)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. επένθεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    ,Οι ετυμολογίες του λεξικού, από τον Ευάγγελο Πετρούνια.