Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωατμοσφαιρικός η εξωατμοσφαιρική το εξωατμοσφαιρικό
      γενική του εξωατμοσφαιρικού της εξωατμοσφαιρικής του εξωατμοσφαιρικού
    αιτιατική τον εξωατμοσφαιρικό την εξωατμοσφαιρική το εξωατμοσφαιρικό
     κλητική εξωατμοσφαιρικέ εξωατμοσφαιρική εξωατμοσφαιρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωατμοσφαιρικοί οι εξωατμοσφαιρικές τα εξωατμοσφαιρικά
      γενική των εξωατμοσφαιρικών των εξωατμοσφαιρικών των εξωατμοσφαιρικών
    αιτιατική τους εξωατμοσφαιρικούς τις εξωατμοσφαιρικές τα εξωατμοσφαιρικά
     κλητική εξωατμοσφαιρικοί εξωατμοσφαιρικές εξωατμοσφαιρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωατμοσφαιρικός < εξω- + ατμοσφαιρικός

  Επίθετο επεξεργασία

εξωατμοσφαιρικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία