Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξυπνότερος η εξυπνότερη το εξυπνότερο
      γενική του εξυπνότερου της εξυπνότερης του εξυπνότερου
    αιτιατική τον εξυπνότερο την εξυπνότερη το εξυπνότερο
     κλητική εξυπνότερε εξυπνότερη εξυπνότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξυπνότεροι οι εξυπνότερες τα εξυπνότερα
      γενική των εξυπνότερων των εξυπνότερων των εξυπνότερων
    αιτιατική τους εξυπνότερους τις εξυπνότερες τα εξυπνότερα
     κλητική εξυπνότεροι εξυπνότερες εξυπνότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξυπνότερος < εξυπν-ότερος, συγκριτικός βαθμός του έξυπνος

  Επίθετο επεξεργασία

εξυπνότερος, -η, -ο

  1. που είναι πιο έξυπνος, πιο ευφυής από κάποιον άλλο (για ζωντανά πλάσματα)
    Τα λυκόσκυλα είναι εξυπνότερα από πολλές άλλες ράτσες, ίσως όμως όχι και από τα ημίαιμα
  2. που είναι ο πιο αποδοτικός, ο προσφορότερος, ο ενδεδειγμένος (για αφηρημένες έννοιες)
    Νομίζω ότι η εξυπνότερη λύση για θέρμανση σχετικά χαμηλού κόστους

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία