εξηκοντούτις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξηκοντούτις | οι | εξηκοντούτιδες |
γενική | της | εξηκοντούτιδος (εξηκοντούτιδας) |
των | εξηκοντουτίδων (εξηκοντούτιδων) |
αιτιατική | την | εξηκοντούτιδα | τις | εξηκοντούτιδες |
κλητική | εξηκοντούτι (εξηκοντούτις) | εξηκοντούτιδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξηκοντούτις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἑξηκοντοῦτις < αρχαία ελληνική ἑξηκοντού(της) + -τις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksi.konˈdu.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξη‐κο‐ντού‐τις
- ομόηχο: εξηκοντούτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξηκοντούτις, -ιδος
- (λόγιο, παρωχημένο) θηλυκό του εξηκοντούτης
- γυναίκα, περίπου εξήντα ετών, εξηντάρα
- (σε επιθετική λειτουργία) εξηντάχρονη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εξήκοντα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε εξηντάχρονος
εξηκοντούτις
|
Πηγές
επεξεργασία- εξηκοντούτις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας