εξαχθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξαχθείς | η | εξαχθείσα | το | εξαχθέν |
γενική | του | εξαχθέντος & εξαχθέντα1 |
της | εξαχθείσας & εξαχθείσης* |
του | εξαχθέντος |
αιτιατική | τον | εξαχθέντα | την | εξαχθείσα | το | εξαχθέν |
κλητική | εξαχθείς | εξαχθείσα | εξαχθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξαχθέντες | οι | εξαχθείσες | τα | εξαχθέντα |
γενική | των | εξαχθέντων | των | εξαχθεισών | των | εξαχθέντων |
αιτιατική | τους | εξαχθέντες | τις | εξαχθείσες | τα | εξαχθέντα |
κλητική | εξαχθέντες | εξαχθείσες | εξαχθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξαχθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαχθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος ἐξάγω
Μετοχή
επεξεργασίαεξαχθείς, -είσα, -έν
- (λόγιο) που εξάχθηκε
- ⮡ ο εξαχθείς φρονιμίτης
- ⮡ τα λαθραίως εξαχθέντα αγάλματα
- ⮡ ως παρανόμως εξαχθείσες από την ελληνική επικράτεια.
- ⮡ το εξαχθέν υπόλοιπο / αποτέλεσμα
- ⮡ τα εξαχθέντα συμπεράσματα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εξάγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία δόντι