εξάμμωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξάμμωση | οι | εξαμμώσεις |
γενική | της | εξάμμωσης | των | εξαμμώσεων |
αιτιατική | την | εξάμμωση | τις | εξαμμώσεις |
κλητική | εξάμμωση | εξαμμώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξάμμωση θηλυκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξάμμωση
|