ενδορφίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδορφίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endorphin < endo- + morphine < αρχαία ελληνική ἔνδον + Μορφεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενδορφίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) φυσική χημική ουσία που παράγεται στον εγκέφαλο και στον νωτιαίο μυελό, γνωστή για τις αναλγητικές και ευφορικές της ιδιότητες, ως απάντηση του οργανισμού σε πόνο, άγχος ή σωματική άσκηση
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ενδορφίνη στη Βικιπαίδεια