↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοκοιλοτικός η ενδοκοιλοτική το ενδοκοιλοτικό
      γενική του ενδοκοιλοτικού της ενδοκοιλοτικής του ενδοκοιλοτικού
    αιτιατική τον ενδοκοιλοτικό την ενδοκοιλοτική το ενδοκοιλοτικό
     κλητική ενδοκοιλοτικέ ενδοκοιλοτική ενδοκοιλοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοκοιλοτικοί οι ενδοκοιλοτικές τα ενδοκοιλοτικά
      γενική των ενδοκοιλοτικών των ενδοκοιλοτικών των ενδοκοιλοτικών
    αιτιατική τους ενδοκοιλοτικούς τις ενδοκοιλοτικές τα ενδοκοιλοτικά
     κλητική ενδοκοιλοτικοί ενδοκοιλοτικές ενδοκοιλοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδοκοιλοτικός < ενδο- + κοιλότητα + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intracavitary)

  Επίθετο

επεξεργασία

ενδοκοιλοτικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία