↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοεθνικός η ενδοεθνική το ενδοεθνικό
      γενική του ενδοεθνικού της ενδοεθνικής του ενδοεθνικού
    αιτιατική τον ενδοεθνικό την ενδοεθνική το ενδοεθνικό
     κλητική ενδοεθνικέ ενδοεθνική ενδοεθνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοεθνικοί οι ενδοεθνικές τα ενδοεθνικά
      γενική των ενδοεθνικών των ενδοεθνικών των ενδοεθνικών
    αιτιατική τους ενδοεθνικούς τις ενδοεθνικές τα ενδοεθνικά
     κλητική ενδοεθνικοί ενδοεθνικές ενδοεθνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδοεθνικός < ενδο- + εθνικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ενδοεθνικός

  • που γίνεται ή συμβαίνει μέσα στα πλαίσια ενός έθνους
    ※  Αφού διαχειρίστηκαν με τον πλέον ανορθολογικό τρόπο τη μικρασιατική πρόκληση που δημιούργησε ο Αʹ Παγκόσμιος Πόλεμος, «ξεμπέρδεψαν» οριστικά με τα ελληνικά κοσμοπολίτικα αστικά στρώματα της Ανατολής, που λειτουργούσαν αντικειμενικά ως ο μεγάλος ενδοεθνικός ανταγωνιστής. (εφ. Ελευθεροτυπία, 18/5/2014)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία