Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελληνοβουλγαρικός η ελληνοβουλγαρική το ελληνοβουλγαρικό
      γενική του ελληνοβουλγαρικού της ελληνοβουλγαρικής του ελληνοβουλγαρικού
    αιτιατική τον ελληνοβουλγαρικό την ελληνοβουλγαρική το ελληνοβουλγαρικό
     κλητική ελληνοβουλγαρικέ ελληνοβουλγαρική ελληνοβουλγαρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελληνοβουλγαρικοί οι ελληνοβουλγαρικές τα ελληνοβουλγαρικά
      γενική των ελληνοβουλγαρικών των ελληνοβουλγαρικών των ελληνοβουλγαρικών
    αιτιατική τους ελληνοβουλγαρικούς τις ελληνοβουλγαρικές τα ελληνοβουλγαρικά
     κλητική ελληνοβουλγαρικοί ελληνοβουλγαρικές ελληνοβουλγαρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελληνοβουλγαρικός < ελληνο- + βουλγαρικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.li.no.vul.ɣa.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελ‐λη‐νο‐βουλ‐γα‐ρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ελληνοβουλγαρικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • ελληνοβουλγαρικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)