→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσπειθής τὸ δυσπειθές
      γενική τοῦ/τῆς δυσπειθοῦς τοῦ δυσπειθοῦς
      δοτική τῷ/τῇ δυσπειθεῖ τῷ δυσπειθεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσπειθ τὸ δυσπειθές
     κλητική ! δυσπειθές δυσπειθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσπειθεῖς τὰ δυσπειθ
      γενική τῶν δυσπειθῶν τῶν δυσπειθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσπειθέσ(ν) τοῖς δυσπειθέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσπειθεῖς τὰ δυσπειθ
     κλητική ! δυσπειθεῖς δυσπειθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσπειθεῖ τὼ δυσπειθεῖ
      γεν-δοτ τοῖν δυσπειθοῖν τοῖν δυσπειθοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσπειθής < δυσ- + πείθω

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσπειθής, -ής, -ές, συγκριτικός:δυσπειθέστερος

  1. που πείθεται δύσκολα
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Φαῖδρος, 271d @scaife.perseus
    τούτων δὲ δὴ οὕτω διῃρημένων, λόγων αὖ τόσα καὶ τόσα ἔστιν εἴδη, τοιόνδε ἕκαστον. οἱ μὲν οὖν τοιοίδε ὑπὸ τῶν τοιῶνδε λόγων διὰ τήνδε τὴν αἰτίαν ἐς τὰ τοιάδε εὐπειθεῖς, οἱ δὲ τοιοίδε διὰ τάδε δυσπειθεῖς·
  2. απείθαρχος, ανυπάκουος, ανυπότακτος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 9, 880a (880a-880b) @scaife.perseus
    καὶ ἐὰν μέν τις τοιούτοις παραμυθίοις εὐπειθὴς γίγνηται, εὐήνιος ἂν εἴη· ὁ δὲ δυσπειθὴς καὶ μηδὲν προοιμίου φροντίζων δέχοιτʼ ἂν τὸν τοιόνδε ἑτοίμως νόμον·
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 4, 2.25 @scaife.perseus
    πότερα δέ σοι δοκεῖ γιγνώσκειν ἑαυτόν, ὅστις τοὔνομα τὸ ἑαυτοῦ μόνον οἶδεν, ἢ ὅστις, ὥσπερ οἱ τοὺς ἵππους ὠνούμενοι οὐ πρότερον οἴονται γιγνώσκειν ὃν ἂν βούλωνται γνῶναι, πρὶν ἂν ἐπισκέψωνται πότερον εὐπειθής ἐστιν ἢ δυσπειθής, καὶ πότερον ἰσχυρὸς ἢ ἀσθενής, καὶ πότερον ταχὺς ἢ βραδύς,
     αντώνυμα: εὐπειθής

Παράγωγα

επεξεργασία