δυσπαρευνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δυσπαρευνία < νεολατινική dyspareunia < αρχαία ελληνική δυσπάρευνος + -ία < δυσ- + πάρευνος < παρά + εὐνή
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðis.pa.ɾevˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σπα‐ρευ‐νί‐α
- παλιότερος συλλαβισμός : δυσ‐πα‐ρευ‐νί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δυσπαρευνία θηλυκό
- (ιατρική) παθολογική κατάσταση κατά την οποία η συνουσία είναι επώδυνη
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυσπαρευνία
Πηγές
επεξεργασία
- δυσπαρευνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δυσπαρευνία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- δυσπαρευνία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: δυσπαρευνία