γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσπάρευνος τὸ δυσπάρευνον
      γενική τοῦ/τῆς δυσπαρεύνου τοῦ δυσπαρεύνου
      δοτική τῷ/τῇ δυσπαρεύν τῷ δυσπαρεύν
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσπάρευνον τὸ δυσπάρευνον
     κλητική ! δυσπάρευνε δυσπάρευνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσπάρευνοι τὰ δυσπάρευν
      γενική τῶν δυσπαρεύνων τῶν δυσπαρεύνων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσπαρεύνοις τοῖς δυσπαρεύνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσπαρεύνους τὰ δυσπάρευν
     κλητική ! δυσπάρευνοι δυσπάρευν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσπαρεύνω τὼ δυσπαρεύνω
      γεν-δοτ τοῖν δυσπαρεύνοιν τοῖν δυσπαρεύνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσπάρευνος < δυσ- + πάρευνος < παρά + εὐνή

δυσπάρευνος, -ος, -ον

  1. κακοστρωμένος
  2. που ξαπλώνει δίπλα σε κάποιον προξενώντας του δυστυχία
    Ἐπεὶ δ' ἀπεῖπε, πολλὰ μὲν τάλας χθονὶ / ῥιπτῶν ἑαυτόν, πολλὰ δ' οἰμωγῇ βοῶν, / τὸ δυσπάρευνον λέκτρον ἐνδατούμενος / σοῦ τῆς ταλαίνης (Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 789-792)