Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ δυσπάρευνος τὸ δυσπάρευνον οἱ, αἱ δυσπάρευνοι τὰ δυσπάρευνα
Γενική τοῦ, τῆς δυσπαρεύνου τοῦ δυσπαρεύνου τῶν δυσπαρεύνων τῶν δυσπαρεύνων
Δοτική τῷ, τῇ δυσπαρεύνῳ τῷ δυσπαρεύνῳ τοῖς, ταῖς δυσπαρεύνοις τοῖς δυσπαρεύνοις
Αιτιατική τὸν, τὴν δυσπάρευνον τὸ δυσπάρευνον τοὺς, τὰς δυσπαρεύνους τὰ δυσπάρευνα
Κλητική δυσπάρευνε δυσπάρευνον δυσπάρευνοι δυσπάρευνα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική δυσπαρεύνω
Γενική-Δοτική δυσπαρεύνοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσπάρευνος < δυσ- + πάρευνος < παρά + εὐνή

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσπάρευνος, -ος, -ον

  1. κακοστρωμένος
  2. που ξαπλώνει δίπλα σε κάποιον προξενώντας του δυστυχία
    Ἐπεὶ δ' ἀπεῖπε, πολλὰ μὲν τάλας χθονὶ / ῥιπτῶν ἑαυτόν, πολλὰ δ' οἰμωγῇ βοῶν, / τὸ δυσπάρευνον λέκτρον ἐνδατούμενος / σοῦ τῆς ταλαίνης (Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 789-792)