δυσίμερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | δυσίμερος | τὸ | δυσίμερον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | δυσιμέρου | τοῦ | δυσιμέρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | δυσιμέρῳ | τῷ | δυσιμέρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | δυσίμερον | τὸ | δυσίμερον | ||
κλητική ὦ! | δυσίμερε | δυσίμερον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | δυσίμεροι | τὰ | δυσίμερᾰ | ||
γενική | τῶν | δυσιμέρων | τῶν | δυσιμέρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | δυσιμέροις | τοῖς | δυσιμέροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | δυσιμέρους | τὰ | δυσίμερᾰ | ||
κλητική ὦ! | δυσίμεροι | δυσίμερᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσιμέρω | τὼ | δυσιμέρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δυσιμέροιν | τοῖν | δυσιμέροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδυσίμερος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ανεπιθύμητος, δυσάρεστος, απεχθής
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.4, @scaife.perseus
- ἢ ἔμεν ἄτης πῆμα δυσίμερον, ἦ τόγʼ ἐνίσπω
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 3.961, @scaife.perseus
- Αἰσονίδης, κάματον δὲ δυσίμερον ὦρσε φαανθείς.
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 16.212, @scaife.perseus
- μηδὲ λίπῃς σέο Πᾶνα δυσίμερον ἐγγύθι κούρης,
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 7.285, @scaife.perseus
- καὶ φιλίοις στομάτεσσι δυσίμερον ἴαχε φωνήν·
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.4, @scaife.perseus
- (ελληνιστική κοινή) βασανισμένος από ερωτικό πόθο
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 47.296, @scaife.perseus
- ὕπνον ἀποσκεδάσασα δυσίμερος ἔγρετο κούρη,
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 42.202, @scaife.perseus
- οἰκτείρων δυσέρωτα δυσίμερος· εἶπε δὲ βουλὴν
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 47.296, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἵμερος
Πηγές
επεξεργασία- δυσίμερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.