Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δυναμίτης οι δυναμίτες
      γενική του δυναμίτη των δυναμιτών
    αιτιατική τον δυναμίτη τους δυναμίτες
     κλητική δυναμίτη δυναμίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυναμίτης < δυναμίτις < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dynamite < σουηδική dynamit < αρχαία ελληνική δύναμις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυναμίτης αρσενικό

  1. εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη
  2. (μεταφορικά) κάτι έντονο, βαρύ ή καταστροφικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία