δυναμίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυναμίτης < δυναμίτις < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dynamite < σουηδική dynamit < αρχαία ελληνική δύναμις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυναμίτης αρσενικό
- εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη
- (μεταφορικά) κάτι έντονο, βαρύ ή καταστροφικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- δυναμίτης στη Βικιπαίδεια