δυναμιτάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δυναμιτάκι | τα | δυναμιτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | δυναμιτάκι | τα | δυναμιτάκια |
κλητική | δυναμιτάκι | δυναμιτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυναμιτάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυναμιτάκι
→ δείτε τη λέξη βαρελότο |