dinamito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dinamito | dinamitoj |
αιτιατική | dinamiton | dinamitojn |
dinamito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dinamito | dinamitoj |
αιτιατική | dinamiton | dinamitojn |
dinamito (eo)