Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δραγόνος οι δραγόνοι
      γενική του δραγόνου των δραγόνων
    αιτιατική τον δραγόνο τους δραγόνους
     κλητική δραγόνε δραγόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δραγόνος < (άμεσο δάνειο) γαλλική dragon < λατινική draco < αρχαία ελληνική δράκων (αντιδάνειο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δραγόνος αρσενικό

  • (ιστορία) στρατιώτης του ιππικού
    ※ Ἐμπρὸς πήγαιναν οἱ εὔζωνοι, ὕστερα οἱ ζουάβοι μὲ φέσια καὶ φαρδιὲς κόκκινες βράκες, οἱ Σκῶτοι φουστανελλάδες μὲ τὶς πίπιζες, ἡ βασιλικὴ φρουρὰ τῆς Ἀγγλίας μὲ τοὺς πελώριους τριχωτοὺς σκούφους, οἱ πεζοναῦτες ντυμένοι μαβιά, τέλος τὸ ἱππικό, οἱ Γάλλοι δραγόνοι μὲ θώρακα καὶ περικεφαλαία, οἰ Γερμανοὶ οὑλάνοι μὲ τὰ ἄσπρα.
    Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία