Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζουάβος οι ζουάβοι
      γενική του ζουάβου των ζουάβων
    αιτιατική τον ζουάβο τους ζουάβους
     κλητική ζουάβε ζουάβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ζουάβος (1888) με λευκό θερινό παντελόνι αντί του συνηθισμένου κόκκινου.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζουάβος < γαλλική zouave < Zouaoua (ή Zwāwa), φυλή Βερβέρων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zuˈa.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζου‐ά‐βος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζουάβος αρσενικό

  • στρατιώτης του συντάγματος των Ζουάβων, μονάδων του γαλλικού στρατού της Βόρειας Αφρικής από το 1830 έως το 1962 και από 1982 έως το 2006
    ※  Ἐμπρὸς πήγαιναν οἱ εὔζωνοι, ὕστερα οἱ ζουάβοι μὲ φέσια καὶ φαρδιὲς κόκκινες βράκες, οἱ Σκῶτοι φουστανελλάδες μὲ τὶς πίπιζες, ἡ βασιλικὴ φρουρὰ τῆς Ἀγγλίας μὲ τοὺς πελώριους τριχωτοὺς σκούφους, οἱ πεζοναῦτες ντυμένοι μαβιά, τέλος τὸ ἱππικό, οἱ Γάλλοι δραγόνοι μὲ θώρακα καὶ περικεφαλαία, οἰ Γερμανοὶ οὑλάνοι μὲ τὰ ἄσπρα.
    Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής

  Μεταφράσεις επεξεργασία