Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουλάνος οι ουλάνοι
      γενική του ουλάνου των ουλάνων
    αιτιατική τον ουλάνο τους ουλάνους
     κλητική ουλάνε ουλάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σύγχρονοι εθελοντές με στολές των Πολωνών ουλάνων του 1939

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουλάνος < (άμεσο δάνειο) γαλλική uhlan, γερμανική Uhlan, πολωνική ułan < ταταρική oglan

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουλάνος αρσενικό

  • λογχοφόρος ιππέας του παλιότερου πολωνικού, πρωσικού, αυστριακού και ρωσικού στρατού
    ※  Ἐμπρὸς πήγαιναν οἱ εὔζωνοι, ὕστερα οἱ ζουάβοι μὲ φέσια καὶ φαρδιὲς κόκκινες βράκες, οἱ Σκῶτοι φουστανελλάδες μὲ τὶς πίπιζες, ἡ βασιλικὴ φρουρὰ τῆς Ἀγγλίας μὲ τοὺς πελώριους τριχωτοὺς σκούφους, οἱ πεζοναῦτες ντυμένοι μαβιά, τέλος τὸ ἱππικό, οἱ Γάλλοι δραγόνοι μὲ θώρακα καὶ περικεφαλαία, οἰ Γερμανοὶ οὑλάνοι μὲ τὰ ἄσπρα.
    Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Uhlan στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία