↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δομοστοιχειωτός η δομοστοιχειωτή το δομοστοιχειωτό
      γενική του δομοστοιχειωτού της δομοστοιχειωτής του δομοστοιχειωτού
    αιτιατική τον δομοστοιχειωτό τη δομοστοιχειωτή το δομοστοιχειωτό
     κλητική δομοστοιχειωτέ δομοστοιχειωτή δομοστοιχειωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δομοστοιχειωτοί οι δομοστοιχειωτές τα δομοστοιχειωτά
      γενική των δομοστοιχειωτών των δομοστοιχειωτών των δομοστοιχειωτών
    αιτιατική τους δομοστοιχειωτούς τις δομοστοιχειωτές τα δομοστοιχειωτά
     κλητική δομοστοιχειωτοί δομοστοιχειωτές δομοστοιχειωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία el

επεξεργασία

δομοστοιχειωτός, , < δομοστοιχείο/δομοστοιχειώνω (συνθέτω κάτι με-από δομοστοιχεία) + -ακός

  Προφορά

επεξεργασία

/?/

  Επίθετο

επεξεργασία

δομοστοιχειωτός (en), , αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. σωματιδιακός, αποτελούμενος από διακριτές μονάδες που (συνήθως) δεν δύναται να αναμειχθούν ομοιογενώς αλλά μεταφέρονται αυτούσιες (εάν αναμειχθούν οι δομομονάδες/τα δομοστοιχεία κατακερματίζοντας-διαιρώντας το εσωτερικό τους, είτε αχρηστεύονται είτε [πχ. στην φυσική] παράγουν νέα δομοστοιχεία)
  2. που αφορά σχέσεις-διάταξη δομοστοιχείων, -α
  3. που αποτελεί ή αφορά την δομοστοιχειακή αρχιτεκτονική

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία