Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωματιδιακός η σωματιδιακή το σωματιδιακό
      γενική του σωματιδιακού της σωματιδιακής του σωματιδιακού
    αιτιατική τον σωματιδιακό τη σωματιδιακή το σωματιδιακό
     κλητική σωματιδιακέ σωματιδιακή σωματιδιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωματιδιακοί οι σωματιδιακές τα σωματιδιακά
      γενική των σωματιδιακών των σωματιδιακών των σωματιδιακών
    αιτιατική τους σωματιδιακούς τις σωματιδιακές τα σωματιδιακά
     κλητική σωματιδιακοί σωματιδιακές σωματιδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία el επεξεργασία

σωματιδιακός, , < σωματίδιο + -ακός

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Επίθετο επεξεργασία

σωματιδιακός, , αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. που αφορά σωματίδιο, -α
  2. που αφορά την σωματιδιακή φυσική
  3. δομοστοιχειωτός, αποτελούμενος από διακριτές μονάδες που (συνήθως) δεν δύναται να αναμειχθούν ομοιογενώς αλλά μεταφέρονται αυτούσιες

  Μεταφράσεις επεξεργασία