σωματιδιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασίασωματιδιακός, -ή, -ό < σωματίδιο + -ακός
Προφορά
επεξεργασία/?/
Επίθετο
επεξεργασίασωματιδιακός, -ή, -ό αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- που αφορά σωματίδιο, -α
- που αφορά την σωματιδιακή φυσική
- δομοστοιχειωτός, αποτελούμενος από διακριτές μονάδες που (συνήθως) δεν δύναται να αναμειχθούν ομοιογενώς αλλά μεταφέρονται αυτούσιες