particulate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαparticulate (en)
- δομοστοιχειωτός, σωματιδιακός, κβαντισμένος σε θεμελιώδεις μικρομονάδες και όχι τυχαία αναλογικά διαιρούμενος
Εκφράσεις
επεξεργασία- the particulate/modular nature of genes (βλέπε: ISBN 9781464141263): η δομοστοιχειωτή φύση των γονιδίων (δηλαδή εάν κοπούν στην μέση [συνήθως] δεν λειτουργούν [τουλάχιστον για τον λόγο που είχαν σχεδιαστεί στην σπανιότατη περίπτωση όπου το τετμημένο γονίδιο κωδικοποιεί άλλη πρωτεΐνη ή μεταγραφικό παράγοντα] ενώ αντίθετα μισή ποσότητα μελανιού πχ. θα βάψει απλώς λιγότερο)