Επίθετο

επεξεργασία

modular (en)

  1. δομοστοιχειωτός, αποτελούμενος από αυτοτελείς μονάδες, πολυτμηματικός, συναρμολογούμενος
     συνώνυμα:: particulate
  2. (πληροφορική) δομοστοιχειωτός, αρθρωτός

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία