Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
modular
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Επίθετο
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικές λέξεις
1.1.3
Πολυλεκτικοί όροι
Αγγλικά
(en)
Επεξεργασία
Επίθετο
Επεξεργασία
modular
(en)
δομοστοιχειωτός
, αποτελούμενος από αυτοτελείς μονάδες, πολυτμηματικός, συναρμολογούμενος
≈
συνώνυμα
:
:
particulate
(
πληροφορική
)
δομοστοιχειωτός
,
αρθρωτός
Αντώνυμα
Επεξεργασία
monolithic
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
module
Πολυλεκτικοί όροι
Επεξεργασία
modular arithmetic
modular programming