αρμοστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
αρμοστικός < άρμοση + -τ- + -ικός ή αρμοστός + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
- που σχετίζεται με άρμοση, διεπαφή της ή μηχανισμό της
- προσαρμοστικός ώστε να ταιριάζει
- δομοστοιχειωτός