↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διυδρικός η διυδρική το διυδρικό
      γενική του διυδρικού της διυδρικής του διυδρικού
    αιτιατική τον διυδρικό τη διυδρική το διυδρικό
     κλητική διυδρικέ διυδρική διυδρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διυδρικοί οι διυδρικές τα διυδρικά
      γενική των διυδρικών των διυδρικών των διυδρικών
    αιτιατική τους διυδρικούς τις διυδρικές τα διυδρικά
     κλητική διυδρικοί διυδρικές διυδρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διυδρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dihydric < αρχαία ελληνική (δίς) δι- + ὕδωρ, υδρ- + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

διυδρικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία