διολισθαίνων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διολισθαίνων | η | διολισθαίνουσα | το | διολισθαίνον |
γενική | του | διολισθαίνοντος | της | διολισθαίνουσας & διολισθαινούσης* |
του | διολισθαίνοντος |
αιτιατική | τον | διολισθαίνοντα | τη | διολισθαίνουσα | το | διολισθαίνον |
κλητική | διολισθαίνων | διολισθαίνουσα | διολισθαίνον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διολισθαίνοντες | οι | διολισθαίνουσες | τα | διολισθαίνοντα |
γενική | των | διολισθαινόντων | των | διολισθαινουσών | των | διολισθαινόντων |
αιτιατική | τους | διολισθαίνοντες | τις | διολισθαίνουσες | τα | διολισθαίνοντα |
κλητική | διολισθαίνοντες | διολισθαίνουσες | διολισθαίνοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διολισθαίνων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διολιστθαίνων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διολισθαίνω / διολισθάνω
Μετοχή
επεξεργασίαδιολισθαίνων
- (λόγιο) που διολισθαίνει
- ⮡ διολισθαίνουσα ισοτιμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία διολισθαίνων
|