Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διολισθαίνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

διολισθαίνω

  • γλιστρώ, ξεγλιστρώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία