διογέννητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.oˈʝe.ni.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ο‐γέν‐νη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαδιογέννητος, -η, -ο
- (αρχαία γραμματεία)
- Σηκώθη τότε και ο ξανθός διογέννητος Ατρείδης (Μετάφραση Ιάκωβος Πολυλάς: Ομήρου Ιλιάδα Ψ.293 μεταφράζει: τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ Ἀτρεΐδης ὦρτο ξανθὸς Μενέλαος διογενής
- (μεταφορικά) ωραίος σαν γιος θεού, του θεού Δία
Δείτε επίσης
επεξεργασία- λιογέννητος
- νεραϊδογέννητος
- πορφυρογέννητος
- η αφρογέννητη Αφροδίτη
- → και δείτε τις λέξεις Ζεύς, Δίας, γεννώ και -γέννητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία διογέννητος
|