Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικτυοκεντρικός η δικτυοκεντρική το δικτυοκεντρικό
      γενική του δικτυοκεντρικού της δικτυοκεντρικής του δικτυοκεντρικού
    αιτιατική τον δικτυοκεντρικό τη δικτυοκεντρική το δικτυοκεντρικό
     κλητική δικτυοκεντρικέ δικτυοκεντρική δικτυοκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικτυοκεντρικοί οι δικτυοκεντρικές τα δικτυοκεντρικά
      γενική των δικτυοκεντρικών των δικτυοκεντρικών των δικτυοκεντρικών
    αιτιατική τους δικτυοκεντρικούς τις δικτυοκεντρικές τα δικτυοκεντρικά
     κλητική δικτυοκεντρικοί δικτυοκεντρικές δικτυοκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικτυοκεντρικός < δίκτυ(ο) + -ο- + κεντρικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.kti.o.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐κτυ‐ο‐κε‐ντρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

δικτυοκεντρικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία