Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δικάταρτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δικάταρτ
ος
η
δικάταρτ
η
το
δικάταρτ
ο
γενική
του
δικάταρτ
ου
της
δικάταρτ
ης
του
δικάταρτ
ου
αιτιατική
τον
δικάταρτ
ο
τη
δικάταρτ
η
το
δικάταρτ
ο
κλητική
δικάταρτ
ε
δικάταρτ
η
δικάταρτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δικάταρτ
οι
οι
δικάταρτ
ες
τα
δικάταρτ
α
γενική
των
δικάταρτ
ων
των
δικάταρτ
ων
των
δικάταρτ
ων
αιτιατική
τους
δικάταρτ
ους
τις
δικάταρτ
ες
τα
δικάταρτ
α
κλητική
δικάταρτ
οι
δικάταρτ
ες
δικάταρτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δικάταρτος
< (
δις
)
δι-
+
κατάρτ(ι)
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
δικάταρτος
(
ναυτικός όρος
)που έχει δύο
κατάρτια
(
ουσιαστικοποιημένο
)
δικάταρτο
: το
ιστιοφόρο
με δύο
κατάρτια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δικάταρτος
αγγλικά
:
two-masted
(en)
πολωνικά
:
dwumasztowy
(pl)