↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαφυλετικός η διαφυλετική το διαφυλετικό
      γενική του διαφυλετικού της διαφυλετικής του διαφυλετικού
    αιτιατική τον διαφυλετικό τη διαφυλετική το διαφυλετικό
     κλητική διαφυλετικέ διαφυλετική διαφυλετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαφυλετικοί οι διαφυλετικές τα διαφυλετικά
      γενική των διαφυλετικών των διαφυλετικών των διαφυλετικών
    αιτιατική τους διαφυλετικούς τις διαφυλετικές τα διαφυλετικά
     κλητική διαφυλετικοί διαφυλετικές διαφυλετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαφυλετικός < δια- + φυλή

  Επίθετο

επεξεργασία

διαφυλετικός , -ή, -ό

  1. που αφορά διαφορετικές φυλές
  2. που αφορά διαφορετικές κουλτούρες, ήθη και έθιμα, κ.λπ.
    διαφυλετικός γάμος
    διαφυλετική σχέση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία