διαφυλετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
διαφυλετικός , -ή, -ό
- που αφορά διαφορετικές φυλές
- που αφορά διαφορετικές κουλτούρες, ήθη και έθιμα, κ.λπ.
- διαφυλετικός γάμος
- διαφυλετική σχέση
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαφυλετικός
|