Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασαφισμένος η διασαφισμένη το διασαφισμένο
      γενική του διασαφισμένου της διασαφισμένης του διασαφισμένου
    αιτιατική τον διασαφισμένο τη διασαφισμένη το διασαφισμένο
     κλητική διασαφισμένε διασαφισμένη διασαφισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασαφισμένοι οι διασαφισμένες τα διασαφισμένα
      γενική των διασαφισμένων των διασαφισμένων των διασαφισμένων
    αιτιατική τους διασαφισμένους τις διασαφισμένες τα διασαφισμένα
     κλητική διασαφισμένοι διασαφισμένες διασαφισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

διασαφισμένος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

οι μορφές

και

  Μεταφράσεις επεξεργασία