↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δημοσιοσχεσίτης οι δημοσιοσχεσίτες
      γενική του δημοσιοσχεσίτη των δημοσιοσχεσιτών
    αιτιατική τον δημοσιοσχεσίτη τους δημοσιοσχεσίτες
     κλητική δημοσιοσχεσίτη δημοσιοσχεσίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δημοσιοσχεσίτης < δημόσιος + -ο- + σχέση + -ίτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δημοσιοσχεσίτης αρσενικό

  1. (νεολογισμός) ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων μιας εταιρείας
  2. (νεολογισμός) (ειρωνικό) (μειωτικό) άτομο που φροντίζεινα τα έχει καλά με όλους, χρησιμοποιώντας συχνά αναξιοπρεπή μέσα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία