δημοσιοσχεσίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδημοσιοσχεσίτης αρσενικό
- (νεολογισμός) ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων μιας εταιρείας
- (νεολογισμός) (ειρωνικό) (μειωτικό) άτομο που φροντίζεινα τα έχει καλά με όλους, χρησιμοποιώντας συχνά αναξιοπρεπή μέσα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δημοσιοσχεσίτης
|