δημοσιοσχεσίστικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δημοσιοσχεσίστικος < δημοσιοσχεσίστας + -ικος
Επίθετο
επεξεργασία
δημοσιοσχεσίστικος
- που έχει σχέση με τον δημοσιοσχεσίστα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δημοσιοσχεσίστας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δημοσιοσχεσίστικος
|