δημοσιευθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δημοσιευθείς & δημοσιευθέντας |
η | δημοσιευθείσα | το | δημοσιευθέν |
γενική | του | δημοσιευθέντος & δημοσιευθέντα |
της | δημοσιευθείσας & δημοσιευθείσης* |
του | δημοσιευθέντος |
αιτιατική | τον | δημοσιευθέντα | τη | δημοσιευθείσα | το | δημοσιευθέν |
κλητική | δημοσιευθείς & δημοσιευθέντα |
δημοσιευθείσα | δημοσιευθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δημοσιευθέντες | οι | δημοσιευθείσες | τα | δημοσιευθέντα |
γενική | των | δημοσιευθέντων | των | δημοσιευθεισών | των | δημοσιευθέντων |
αιτιατική | τους | δημοσιευθέντες | τις | δημοσιευθείσες | τα | δημοσιευθέντα |
κλητική | δημοσιευθέντες | δημοσιευθείσες | δημοσιευθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δημοσιευθείς < από την μετοχή της καθαρεύουσας δημοσιευθείς, δημοσιευθεῖσα, δημοσιευθέν, του παθητικού αορίστου του ρήματος δημοσιεύω
Μετοχή
επεξεργασίαδημοσιευθείς
- λόγια μετοχή σε σπάνια χρήση και κυρίως στον επίσημο λόγο, σχεδόν ταυτόσημη με την δημοσιευμένος, εκείνος που δημοσιεύθηκε-δημοσιοποιήθηκε-επισημοποιήθηκε κάποια στιγμή στο παρελθόν
- οι δημοσιευθείσες διατάξεις
- οι δημοσιευθέντες διαγωνισμοί
- δημοσιευθείς στο υπ'αριθμ.830/15.10.2009 ΦΕΚ, τεύχος Γ..
- ...σχετικά με το δημοσιευθέν σχέδιο της Υπουργικής Απόφασης για τη συνταγογράφηση φαρμάκων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαδημοσιευθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δημοσιεύομαι
- θα δημοσιευθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δημοσιεύομαι