δημογεροντία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημογεροντία < δημογέροντας + -ία < αρχαία ελληνική δημογέρων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδημογεροντία θηλυκό
- οι δημογέροντες ως σύνολο και ως σώμα άσκηση τοπικής εξουσίας
- το αξίωμα ενός δημογέροντα
Μεταφράσεις
επεξεργασία δημογεροντία