↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δευτεροετής η δευτεροετής το δευτεροετές
      γενική του δευτεροετούς* της δευτεροετούς του δευτεροετούς
    αιτιατική τον δευτεροετή τη δευτεροετή το δευτεροετές
     κλητική δευτεροετή(ς) δευτεροετής δευτεροετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δευτεροετείς οι δευτεροετείς τα δευτεροετή
      γενική των δευτεροετών των δευτεροετών των δευτεροετών
    αιτιατική τους δευτεροετείς τις δευτεροετείς τα δευτεροετή
     κλητική δευτεροετείς δευτεροετείς δευτεροετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δευτεροετής < {πρόσφ|δευτερο-|-ετής}}

  Επίθετο

επεξεργασία

δευτεροετής, -ής, -ές

  1. (εκπαίδευση) που σχετίζεται με το πρώτο έτος φοίτησης σε μια σχολή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) φοιτητής ή φοιτήτρια που διανύουν το δεύτερο έτος των σπουδών τους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία