δευτερεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | δευτερεία | ||
γενική | των | δευτερείων | ||
αιτιατική | τα | δευτερεία | ||
κλητική | δευτερεία | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δευτερεία < αρχαία ελληνική δευτερεῖα (ἆθλα) < δευτερεῖος < δεύτερος < δύο < πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (δύο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδευτερεία ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό