δαφοινός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | δαφοινός | ἡ | δαφοινή | τὸ | δαφοινόν |
γενική | τοῦ/τῆς | δαφοινοῦ | τῆς | δαφοινῆς | τοῦ | δαφοινοῦ |
δοτική | τῷ/τῇ | δαφοινῷ | τῇ | δαφοινῇ | τῷ | δαφοινῷ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | δαφοινόν | τὴν | δαφοινήν | τὸ | δαφοινόν |
κλητική ὦ! | δαφοινέ | δαφοινή | δαφοινόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | δαφοινοί | αἱ | δαφοιναί | τὰ | δαφοινᾰ́ |
γενική | τῶν | δαφοινῶν | τῶν | δαφοινῶν | τῶν | δαφοινῶν |
δοτική | τοῖς/ταῖς | δαφοινοῖς | ταῖς | δαφοιναῖς | τοῖς | δαφοινοῖς |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | δαφοινούς | τὰς | δαφοινᾱ́ς | τὰ | δαφοινᾰ́ |
κλητική ὦ! | δαφοινοί | δαφοιναί | δαφοινᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δαφοινώ | τὼ | δαφοινᾱ́ | τὼ | δαφοινώ |
γεν-δοτ | τοῖν | δαφοινοῖν | τοῖν | δαφοιναῖν | τοῖν | δαφοινοῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'κολοβός' όπως «κολοβός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδαφοινός, -ός/ή, -όν
- (για χρώμα) (για άγρια ζώα) με βαθύ κόκκινο τρίχωμα, κοκκινωπός, καστανόξανθος, κατακόκκινος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 23 (21-24)
- ὀρθωθεὶς δ᾽ ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα, | ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, | ἀμφὶ δ᾽ ἔπειτα δαφοινὸν ἑέσσατο δέρμα λέοντος | αἴθωνος μεγάλοιο ποδηνεκές, εἵλετο δ᾽ ἔγχος.
- Σηκώθη, περιέβαλε το στήθος με χιτώνα, | στα λαμπρά πόδια πέδιλα επρόσδεσεν ωραία, | δέρμα μεγάλου λέοντος εφόρεσε στους ώμους | ξανθό μακρύ κι εφούκτωσε το δυνατό κοντάρι.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὀρθωθεὶς δ᾽ ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα, | ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, | ἀμφὶ δ᾽ ἔπειτα δαφοινὸν ἑέσσατο δέρμα λέοντος | αἴθωνος μεγάλοιο ποδηνεκές, εἵλετο δ᾽ ἔγχος.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 581 (580-581)
- ἔβα δὲ λιποῦσ᾽ Ὄθρυος νάπαν λεόντων | ἁ δαφοινὸς ἴλα·
- κι απ᾽ της Όθρης τα φαράγγια κατεβήκαν | τα μαυρόξανθα λιοντάρια·
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ἔβα δὲ λιποῦσ᾽ Ὄθρυος νάπαν λεόντων | ἁ δαφοινὸς ἴλα·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 23 (21-24)
- (μεταφορικά) βάναυσος, σκληρός, απάνθρωπος, αιμοβόρος
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 250 (248-251)
- αἳ δὲ μετ᾽ αὐτοὺς | Κῆρες κυάνεαι, λευκοὺς ἀραβεῦσαι ὀδόντας, | δεινωποὶ βλοσυροί τε δαφοινοί τ᾽ ἄπλητοί τε | δῆριν ἔχον περὶ πιπτόντων·
- Πίσω τους | οι μαύρες Κήρες, τ᾽ άσπρα τους δόντια τρίζοντας, | με τα μάτια άγρια, βλοσυρές και ματωμένες, άπληστες, | μαλώναν μεταξύ τους για όσους πέφτανε.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- αἳ δὲ μετ᾽ αὐτοὺς | Κῆρες κυάνεαι, λευκοὺς ἀραβεῦσαι ὀδόντας, | δεινωποὶ βλοσυροί τε δαφοινοί τ᾽ ἄπλητοί τε | δῆριν ἔχον περὶ πιπτόντων·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 250 (248-251)
Πηγές
επεξεργασία- δαφοινός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δαφοινός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.