Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φοινός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.3
Υποσημειώσεις
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φοινός
<
φένω
(=
σκοτώνω
) < ιαπετική ρίζα -φεν και φον- και -φαν
Επίθετο
επεξεργασία
φοινός, -ή, -όν
αυτός που έχει το
βαθύ
κόκκινο
χρώμα
του
αίματος
,
αιματώδης
αιμοχαρής
,
αιμοδιψής
,
αιμοβόρος
φονικός
Συγγενικά
επεξεργασία
πεθαίνω
[1]
φένω
φοινήεις
φοῖνιξ
φοινώδης
φόνος
→
και
δείτε
τις λέξεις
φοίνιος
και
φοινίσσω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
λατινικά
:
funus
(la)
,
deffendo
(la)
,
offendo
(la)
,
infendo
(la)
Υποσημειώσεις
επεξεργασία
↑
αν δεχτούμε ότι προέρχεται ετυμολογικά από το γ' ενικό (πέφαται=έχει σκοτωθεί, πέθανε) του παρακειμένου του
φένω