Ετυμολογία

επεξεργασία
φοινός < φένω (=σκοτώνω) < ιαπετική ρίζα -φεν και φον- και -φαν

Υποσημειώσεις

επεξεργασία
  1. αν δεχτούμε ότι προέρχεται ετυμολογικά από το γ' ενικό (πέφαται=έχει σκοτωθεί, πέθανε) του παρακειμένου του φένω