Ετυμολογία

επεξεργασία
φοινίσσω < φοινός

φοινίσσω

  1. κάνω κάτι ερυθρό, (μεταβατικό) κοκκινίζω
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 77.2
    χαλκὸς γὰρ χαλκῷ συμμίξεται, αἵματι δ᾽ Ἄρης πόντον φοινίξει.
    Γιατί χαλκός με το χαλκό θα ᾽ρθουν να χτυπηθούνε κι ο Άρης θενά βάψει το πέλαγο με πορφυρό αιμάτινο ποτάμι.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. (ιατρική) προξενώ έντονο ερύθημα
  3. (στην παθητική φωνή) (αμετάβατο) γίνομαι κόκκινος σαν αίμα, κοκκινίζω
    ※  3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 3.725, @scaife.perseus
    φοινίχθη δʼ ἄμυδις καλὸν χρόα, κὰδ δέ μιν ἀχλὺς

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Υποσημειώσεις

επεξεργασία
  1. αν δεχτούμε ότι προέρχεται ετυμολογικά από το γ' ενικό (πέφαται=έχει σκοτωθεί, πέθανε) του παρακειμένου του φένω