φοίνισσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φοίνισσᾰ | αἱ | φοίνισσαι |
γενική | τῆς | φοινίσσης | τῶν | φοινισσῶν |
δοτική | τῇ | φοινίσσῃ | ταῖς | φοινίσσαις |
αιτιατική | τὴν | φοίνισσᾰν | τὰς | φοινίσσᾱς |
κλητική ὦ! | φοίνισσᾰ | φοίνισσαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φοινίσσᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φοινίσσαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφοίνισσα θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- φοίνισσα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φοίνισσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.