Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φοινήεις φοινήεσσ τὸ φοινῆεν
      γενική τοῦ φοινήεντος τῆς φοινηέσσης τοῦ φοινήεντος
      δοτική τῷ φοινήεντ τῇ φοινηέσσ τῷ φοινήεντ
    αιτιατική τὸν φοινήεντ τὴν φοινήεσσᾰν τὸ φοινῆεν
     κλητική ! φοινῆεν φοινήεσσ φοινῆεν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φοινήεντες αἱ φοινήεσσαι τὰ φοινήεντ
      γενική τῶν φοινηέντων τῶν φοινηεσσῶν τῶν φοινηέντων
      δοτική τοῖς φοινήεσῐ(ν) ταῖς φοινηέσσαις τοῖς φοινηέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς φοινήεντᾰς τὰς φοινηέσσᾱς τὰ φοινήεντ
     κλητική ! φοινήεντες φοινήεσσαι φοινήεντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φοινήεντε τὼ φοινηέσσ τὼ φοινήεντε
      γεν-δοτ τοῖν φοινηέντοιν τοῖν φοινηέσσαιν τοῖν φοινηέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'χαρίεις' όπως «δαφνήεις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοινήεις < φοινός

  Επίθετο επεξεργασία

φοινήεις, -εσσα, -εν

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις φοινός και φόνος

  Πηγές επεξεργασία