Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαθυκόκκινος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βαθυκόκκιν
ος
η
βαθυκόκκιν
η
το
βαθυκόκκιν
ο
γενική
του
βαθυκόκκιν
ου
της
βαθυκόκκιν
ης
του
βαθυκόκκιν
ου
αιτιατική
τον
βαθυκόκκιν
ο
τη
βαθυκόκκιν
η
το
βαθυκόκκιν
ο
κλητική
βαθυκόκκιν
ε
βαθυκόκκιν
η
βαθυκόκκιν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βαθυκόκκιν
οι
οι
βαθυκόκκιν
ες
τα
βαθυκόκκιν
α
γενική
των
βαθυκόκκιν
ων
των
βαθυκόκκιν
ων
των
βαθυκόκκιν
ων
αιτιατική
τους
βαθυκόκκιν
ους
τις
βαθυκόκκιν
ες
τα
βαθυκόκκιν
α
κλητική
βαθυκόκκιν
οι
βαθυκόκκιν
ες
βαθυκόκκιν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαθυκόκκινος
<
βαθυ-
+
κόκκινος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
va.θiˈko.ci.nos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
βα‐θυ‐κόκ‐κι‐νος
Επίθετο
επεξεργασία
βαθυκόκκινος, -η, -ο
(
για χρώμα
) που έχει
βαθύ
σκούρο
κόκκινο
χρώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαθυκόκκινος
αγγλικά
:
crimson
(en)
,
deep
(en)
red
(en)