δίλεπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίλεπτος | η | δίλεπτη | το | δίλεπτο |
γενική | του | δίλεπτου | της | δίλεπτης | του | δίλεπτου |
αιτιατική | τον | δίλεπτο | τη | δίλεπτη | το | δίλεπτο |
κλητική | δίλεπτε | δίλεπτη | δίλεπτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίλεπτοι | οι | δίλεπτες | τα | δίλεπτα |
γενική | των | δίλεπτων | των | δίλεπτων | των | δίλεπτων |
αιτιατική | τους | δίλεπτους | τις | δίλεπτες | τα | δίλεπτα |
κλητική | δίλεπτοι | δίλεπτες | δίλεπτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði.le.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐λε‐πτος
Επίθετο
επεξεργασίαδίλεπτος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δίλεπτος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δίλεπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας