Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίλεπτος η δίλεπτη το δίλεπτο
      γενική του δίλεπτου της δίλεπτης του δίλεπτου
    αιτιατική τον δίλεπτο τη δίλεπτη το δίλεπτο
     κλητική δίλεπτε δίλεπτη δίλεπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίλεπτοι οι δίλεπτες τα δίλεπτα
      γενική των δίλεπτων των δίλεπτων των δίλεπτων
    αιτιατική τους δίλεπτους τις δίλεπτες τα δίλεπτα
     κλητική δίλεπτοι δίλεπτες δίλεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίλεπτος < δί- + λεπτ(ό) + -ος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.le.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐λε‐πτος

  Επίθετο επεξεργασία

δίλεπτος, -η, -ο

  1. που έχει χρονική διάρκεια δύο λεπτών
  2. που έχει χρηματική αξία δύο λεπτών

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία