↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίλεφτος η δίλεφτη το δίλεφτο
      γενική του δίλεφτου της δίλεφτης του δίλεφτου
    αιτιατική τον δίλεφτο τη δίλεφτη το δίλεφτο
     κλητική δίλεφτε δίλεφτη δίλεφτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίλεφτοι οι δίλεφτες τα δίλεφτα
      γενική των δίλεφτων των δίλεφτων των δίλεφτων
    αιτιατική τους δίλεφτους τις δίλεφτες τα δίλεφτα
     κλητική δίλεφτοι δίλεφτες δίλεφτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δίλεφτος < δίλεπτος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði.le.ftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐λε‐φτος

  Επίθετο

επεξεργασία

δίλεφτος, -η, -ο

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία