Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυμνωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γυμνωμέν
ος
η
γυμνωμέν
η
το
γυμνωμέν
ο
γενική
του
γυμνωμέν
ου
της
γυμνωμέν
ης
του
γυμνωμέν
ου
αιτιατική
τον
γυμνωμέν
ο
τη
γυμνωμέν
η
το
γυμνωμέν
ο
κλητική
γυμνωμέν
ε
γυμνωμέν
η
γυμνωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γυμνωμέν
οι
οι
γυμνωμέν
ες
τα
γυμνωμέν
α
γενική
των
γυμνωμέν
ων
των
γυμνωμέν
ων
των
γυμνωμέν
ων
αιτιατική
τους
γυμνωμέν
ους
τις
γυμνωμέν
ες
τα
γυμνωμέν
α
κλητική
γυμνωμέν
οι
γυμνωμέν
ες
γυμνωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυμνωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
γυμνώνω
Μετοχή
επεξεργασία
γυμνωμένος, -η, -ο
που έχει χάσει το εξωτερικό του
περίβλημα
που έχει βγάλει τα
ρούχα
του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυμνωμένος
γαλλικά
:
dénudé
(fr)